- κατωφέρεια
- κατωφέρειαpropensityfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατωφέρεια — η (Α κατωφέρεια) [κατωφερής] νεοελλ. η προς τα κάτω φορά τού εδάφους, η κλίση τής επιφάνειας τού εδάφους προς τα κάτω, η κατηφοριά αρχ. ροπή, προδιάθεση για κάτι … Dictionary of Greek
κατωφέρεια — η 1.η φορά προς τα κάτω, η κλίση της επιφάνειας του εδάφους προς τα κάτω. 2. κατηφορικό έδαφος, κατηφοριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατωφερείας — κατωφερείᾱς , κατωφέρεια propensity fem acc pl κατωφερείᾱς , κατωφέρεια propensity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωφέρειαν — κατωφέρεια propensity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… … Dictionary of Greek
έγκλιμα — ἔγκλιμα, το (Α) 1. κλίση, κατωφέρεια 2. (για μηχανή) λοξή στάση ή τοποθέτηση 3. (για στρατό) ήττα, υποχώρηση 4. επικλινής έκταση 5. γραμμ. εγκλιτική λέξη … Dictionary of Greek
κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κατάβαση — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 6 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα, 32 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμάνης του νομού Χίου. * * * η (AM κατάβασις) [καταβαίνω] 1. η πορεία προς τα κάτω,… … Dictionary of Greek
καταβαθμός — ο (Α καταβαθμός και αττ. τ. καταβασμός) μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, κατηφορική δίοδος, κατάβαση νεοελλ. ναυτ. μέρος ακτής χωρίς λιμάνι, κατάλληλο όμως για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων, κν. σκάλα αρχ. ως κύριο όν. ὁ … Dictionary of Greek